αδικιάρης

αδικιάρης
α, ικο 1.
1) склонный к несправедливости, несправедливый; 2) сутяжнический; 3) присваивающий чужое добро; 2. (ο ) 1) несправедливый человек; 2) сутяга

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αδικιάρης" в других словарях:

  • αδικιάρης — α και ισσα, ικο [αδικία] ο επιρρεπής στο να αδικεί τους άλλους, ο φιλάδικος, ο άδικος …   Dictionary of Greek

  • αδικιάρης, -α, -ικο — αυτός που αδικεί, που κλίνει στην αδικία: Θυμόταν πως από μικρή την έλεγαν αδικιάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδικία — η (Α ἀδικία, ιωνικός τύπος αδικίη), νεοελληνικός τύπος και αδικιά 1. το να πράττει κανείς το άδικο «αυτό που θες να κάνεις είναι μεγάλη αδικία» «Κροῑσον ὕστερον τούτων ἄρξαντα ἀδικίης κατεστρέψατο» 2. η ίδια η άδικη πράξη, αδίκημα, παρανομία «τόν …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»